- καλαμικός
- κᾰλᾰμ-ικός, ή, όν,A made of reeds,
σφυρίδιον PTeb.120.77
(i B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σφυρίδιον PTeb.120.77
(i B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλαμικός — καλαμικός, ή, όν (Α) [κάλαμος] πάπ. ο κατασκευασμένος από καλάμι, καλαμένιος, καλάμινος … Dictionary of Greek
κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει … Dictionary of Greek